κολχικό

κολχικό
Βολβώδης πολυετής πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), ιθαγενής της Ευρώπης· η επιστημονική ονομασία της είναι κολχικό το φθινοπωρινό (Colchicum autumnale). Ο βολβός έχει μέγεθος καρυδιού και χρώμα μελανωπό και μοιάζει με άγριο κρεμμύδι. Τα άνθη παρουσιάζουν προς τα κάτω έναν λεπτό, επιμήκη και λευκό σωλήνα, ο οποίος εισέρχεται κατευθείαν στον βολβό, ενώ προς τα πάνω ανοίγουν σε έξι τρυφερούς ροζ ή ιώδεις λοβούς. Έχουν 6 στήμονες και 3 στύλους, συνδεδεμένους με την ωοθήκη που βρίσκεται στο βάθος του σωληνοειδούς περιγονίου. Τα ωραία άνθη του κ. εμφανίζονται κατά τον Σεπτέμβριο ή Οκτώβριο, πριν εμφανιστούν τα φύλλα. Αντίθετα, τα φύλλα είναι ανοιξιάτικα-καλοκαιρινά, έχουν λογχοειδή μορφή και δεν ξεπερνούν τα 4 για κάθε φυτό. Από το κέντρο της τούφας των φύλλων εμφανίζεται ο καρπός, ο οποίος είναι ωοειδής, πράσινη κάψα και περιέχει πολλούς σπόρους. Το κ. είναι δηλητηριώδες φυτό, γιατί περιέχει το αλκαλοειδές κολχικίνη, ουσία που χρησιμοποιείται στην ιατρική για τη θεραπεία της αρθρίτιδας και για την καταστολή της νευραλγίας και των πόνων της φλεβίτιδας. Χρησιμοποιείται επίσης σε κυτταρολογικές μελέτες, καθώς έχει την ικανότητα να σταματά τη διαίρεση του πυρήνα. Εκτός από το κ. το φθινοπωρινό, η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει επίσης τα είδη κ. το παρνάσσιο, κ. το μικρανθές, κ. το γλωσσοειδές, κ. το ποικιλόχρουν, κ. το κουπάνειο κ.ά. Το κολχικό είναι ένα μικρό βολβώδες φυτό της οικογένειας των λειριιδών, του οποίου ο καρπός ωριμάζει περίπου 9 μήνες μετά την άνθηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κολχικό — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ., 1.959 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στο κεντρικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΒΑ της πόλης της Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαγκαδά …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • επιμήδιο — (epimedium). Γένος φυτών της οικογένειας των βερβερίδων. Πρόκειται για φυτά ποώδη και ριζωματοφόρα με φύλλα σύνθετα και άνθη μικρά διαφόρων χρωμάτων, σε απλές ή σύνθετες ταξιανθίες. Τα πέταλά τους είναι σταυρωτά και τα περισσότερα καλύπτονται με… …   Dictionary of Greek

  • κολχικίνη — Ουσία φυτικής προέλευσης, που ανήκει στα αλκαλοειδή. Εξάγεται από διάφορα μέρη (σπόροι, βολβοί κ.ά.) του φυτού κολχικό το φθινοπωρινό, της οικογένειας των λειριιδών, από το οποίο απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1820. Η κ. έχει απομονωθεί και από… …   Dictionary of Greek

  • κολχικός — ή, ό (AM κολχικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κολχίδα ή που προέρχεται από αυτήν («λίνον δὲ τὸ μὲν Κολχικὸν ὑπὸ Ἑλλήνων Σαρδωνικὸν κέκληται». Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολχικό(ν) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • χιονίστρα — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι χιονίστρες ιατρ. (κν. ονομ.) τα χίμετλα 2. βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού κολχικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω + κατάλ. τρα (πρβλ. κουβαρ ίστρα) …   Dictionary of Greek

  • λιλιίδες ή λειριίδες — (liliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων ποωδών φυτών. Περιλαμβάνει κυρίως πολυετείς πόες που διαθέτουν υπόγειους βολβούς και ριζώματα, απ’ όπου εκφύονται όρθιοι βλαστοί και σε μερικά γένη αναρριχώμενοι. Σε άλλες περιπτώσεις, οι βλαστοί έχουν… …   Dictionary of Greek

  • Colchicum — Cọlchicum [von gleichbed. gr. ϰολχιϰον ] s; s: Zeitlose, zu den Liliengewächsen gehörende Pfanzengattung. Cọlchicum au|tumna̱le: “Herbstzeitlose“, giftiges Liliengewächs (liefert ↑Kolchizin) …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”